Ὑψίστῳ

Ὑψίστῳ
Ὕψιστος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑψίστῳ — ὕψιστος highest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμβασιλεύς — ο (ΑΜ παμβασιλεύς, έως) προσωνυμία τού Θεού και τού Ιησού Χριστού ως βασιλέων τού σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῑ», ΠΔ.) (μνσ. αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”